Τρίτη, Οκτωβρίου 18, 2022

Η πόλη των χαμένων παιδιών

Αν επιστρέψεις μετά από χρόνια στην πάλαι ποτέ πολύβοη μπλογκόσφαιρα, θα νιώσεις, αρχικά, λες και βρίσκεσαι σε μια πόλη που ο χρόνος και οι ταξιδιώτες την προσπέρασαν. Περπατάς, περπατάς, κλικ εδώ, κλικ εκεί, κλικ και παραπέρα αλλά το μόνο που έχει μείνει ανοιχτό είναι ένα μουσείο με χιλιάδες χιλιάδων αναμνήσεις καλά φυλαγμένες πίσω από αλεξίσφαιρα τζάμια. Όσοι χάρισαν τις ιστορίες τους σε αυτό το μουσείο, μάζεψαν το υπόλοιπο της ζωής τους σ' ένα μπαουλάκι κι εξαφανίστηκαν κι αυτοί. Άφησαν πίσω μόνο τα τετραδιάκια τους. Όχι για να τα βρει κάποιος και να τα διαβάσει αλλά για να πούν πως έχουν κι αυτοί κάπου κρυμμένο ένα μικρό θησαυρό. Ένα τοσοδούλι ανεκτίμητο θραύσμα μιας άλλης ζωής, ενός άλλου μα και τόσο ίδιου ανθρώπου. Κανείς δεν είναι πια εδώ. Τουλάχιστον, έτσι φαίνεται.

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που αλλωνίζαμε σαν παχουλά, ανέμελα αρνάκια από μπλογκόσπιτο σε μπλογκόσπιτο και ο καθένας μας είχε πάντα ανεξάντλητα αστεία και παινέματα και γνώμες και λέξεις με θαυμαστικά για να κεράσει τον κάθε επισκέπτη. Λέγαμε τόσα πολλά και αυθόρμητα σα να μιλούσαμε σε μεταμεσονύχτιο τηλεφώνημα με τον κολλητό μας. Γράφαμε χωρίς φραγμό λες και σημειώναμε σ' ένα μαγικό ημερολόγιο που θα κρατούσε τα μυστικά μας κρυφά και θα μας απαντούσε ή θα μας συμβούλευε σε κάθε απίθανη απορία.  Λόγια, μουσικές, εικόνες. Ο καθένας μας, όλοι μας. 

Τα χρόνια όμως κύλησαν. Και σιγά σιγά αυτή η όμορφη γειτονιά ερήμωσε. Οι υποχρεώσεις όλων πλήθυναν, η ανεμελιά συρρικνώθηκε, η ανάγκη να μιλήσεις λίγο ακόμα στο τέλος μιας μέρας γεμάτης λόγια και ευθύνες χάθηκε. Είναι όπως τα παιδιά που όπως μεγαλώνουν όσο και να επιθυμούν να τρέξουν στον δρόμο με τους φίλους τους παίζοντας κυνηγητό, δεν έχουν πια χρόνο. Και σιγά σιγά, εκτός από τον χρόνο, χάνουν και την διάθεση για παιχνίδι. Κι έτσι, μέρα με την ημέρα, το μεγάλο μπούγιο της γειτονιάς μικραίνει ώσπου το μόνο που μένει από την μεγάλη παρέα είναι ένα όνομα στο κουδούνι του σπιτιού κι ένα παράθυρο με σβηστό φως. Και κάθε φορά που περνάς βιαστικά ή τυχαία από την γειτονιά που έζησες κοιτάζεις το παράθυρο και λες "εδώ έμενε ο φίλος μου, ο τάδε. Κάποια στιγμή θα σου πω μια ωραία ιστορία του". Αλλά, δεν θα την πεις ποτέ γιατί βαθιά μέσα σου τον νιώθεις δικό σου άνθρωπο και τις περιπέτειες του θες να τις κρατήσεις για τον εαυτό σου.

Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν σήμερα η γειτονιά μας. Θα ήταν σκληρή και αδιάφορη; Θα ήταν με κλειστά παντζούρια και βρώμικα μπαλκόνια; Θα ήταν μονόχρωμη και αφιλόξενη; Θα ήταν χαρούμενη και φιλική; Θα ήταν το πληκτρολόγιο σφεντόνα ή περίστροφο; Θα γελούσαμε με τα κατορθώματα των άλλων ή θα ξεψαχνίζαμε την κάθε λέξη σκάβοντας για μια καλά κρυμμένη προσβολή; Θα επισκεπτόμασταν το κάθε ιστολόγιο φορώντας πιτζάμες ή πανοπλία; Ποιος ξέρει; Ακόμα κι εγώ διαβάζοντας παλαιότερα πόστς θυμώνω με τον εαυτό μου και σκέφτομαι πως μερικά πράγματα δεν θα τα έγραφα σήμερα. Ή τουλάχιστον θα τα διατύπωνα με διαφορετικό τρόπο. Στο βάθος όμως πιστεύω πως όσο κι αν αλλάξαμε, όσα βήματα κι αν κάναμε μπροστά ή όσα στραβοπατήματα μας έκαναν να γλιστρήσουμε σε χαντάκια και βάλτους ο τρόπος και ο λόγος δεν θα άλλαζαν. Γιατί ήμασταν πολλά τα αρνάκια. Κι αν ξεστράτιζε κάποιο, τα υπόλοιπα θα το ξανατραβούσαν στο λειβάδι.

Ξέρω πως αυτά δεν θα τα διαβάσει πια κανείς σας. Αλλά ξαναβρήκα τους κωδικούς του μπλογκ μου σε μια παλιά ατζέντα και πέρασα τις τελευταίες μέρες με γέλια και συγκίνηση που είχα καιρό να νιώσω. Γιατί θυμήθηκα πώς είναι ο κόσμος με πόρτες ανοιχτες.
Και για λίγο ξέχασα τον ζόφο των ημερών κι επέστρεψα σε μέρες που δεν θέλω να ξεχάσω και σ' έναν εαυτό που θέλω να επαναφέρω.

Τρίτη, Μαΐου 26, 2015

There and back again

Σκέφτομαι και δεν γράφω. Δέκα χρόνια και κάτι από το πρώτο ποστ εδώ. Ένας χρόνος και κάτι από το τελευταίο. Και σκέφτομαι, γιατί δεν γράφω; Γιατί δεν έρχομαι συχνότερα; Γιατί όταν θυμάμαι το μπλογκ μου, με πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι σα να έχω φάει σαλάτα. Αφού εγώ πρώτος απ' όλους υποστηρίζω  πως οφείλουμε να επιστρέφουμε  ή ιδανικά να μην αφήνουμε ό,τι αγαπάμε; Και ξέρεις, δεν το σκέφτηκα αυτό τώρα αλλά το συλλογιέμαι εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αλλά εσχάτως βρήκα την απάντηση. Ή καλύτερα αποδέχτηκα αυτό που
Πριν λίγες ημέρες, περίπου τυχαία, ανέτρεξα στο μπλογκ για να θυμηθώ μια ασήμαντη πληροφορία. Και όπως ήταν φυσικό, άρχισα να διαβάζω αποσπάσματα από ένα ημερολόγιο του οποίου τους κωδικούς είχα σχεδόν ξεχάσει. Και κατάλαβα πως δεν γράφω πια εδώ γιατί φοβάμαι. Απλά πράγματα.
Φοβάμαι να αναμετρηθώ με αυτόν που ξεκίνησε να γράφει εδώ. Γιατί μετά από τόσο καιρό, είμαι σχεδόν σίγουρος πως δεν είμαι εγώ. Έχουν περάσει χιλιάδες μέρες και νύχτες από τότε που άνοιξα αυτόν τον λογαριασμό. Μαζί με αυτές πέρασαν πρόσωπα, καταστάσεις, συνθήκες, χαμόγελα, δάκρυα, νότες, εικόνες, αισθήματα, μάχες, απώλειες. Πολλές απώλειες. Αλλά δεν το καταλαβαίνεις, όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Μόνο μερικές άσπρες τρίχες βλέπεις που κι αυτές τις προσπερνάς και αφήνεις ένα ποστ-ιτ στο ψυγείο "ν' αλλάξω τις λάμπες στο μπάνιο".



Γυρίζοντας πίσω λοιπόν συνειδητοποίησα πως μερικά φώτα μέσα μου έσβησαν. Φυσικά και άναψαν καινούρια και ο παλιός μου εαυτός θα εστίαζε σ' αυτά. Απόψε όμως με νοιάζουν περισσότερο αυτά που έμειναν πίσω σβηστά. Το κέφι για τις λέξεις, ας πούμε. Η δροσιά που σε πλημμυρίζει ο εξορκισμός της αποδόμησης. Αυτή η φρεσκάδα που νιώθεις ολόκληρος όταν αυτό που σε συνθλίβει γίνεται μια μοιρασμένη γελοιότητα και μικραίνει τόσο που ξαναβρίσκεις μακάρια τον ύπνο σου. Η μοιρασιά. Αυτή ξέχασα, τελευταία, πώς γίνεται. Πώς μοιράζεις την τράπουλα της ζωής σου και δίνεις τα φύλλα της σε οικείους αγνώστους να παίξουν για να δεις αν στο τέλος έχεις τίποτε σημαντικό να χάσεις. Ξέχασα. Πολλά είναι αυτά που ξέχασα. Ξέμαθα. Αυτό είναι. Ξέμαθα από πολλά.
Δεν φταίει κανείς. Καμία κρίση, καμία κοινωνία, καμία απογοήτευση. Φταίει που πέρασαν τόσες χιλιάδες μέρες από την πρώτη μέρα εδώ. Φταίει που έγινα πιο δυνατός, που έμαθα να λέω 'όχι', που το βλέμμα μου έγινε πιο διαπεραστικό, που έγινα πιο πολεμιστής, που έμαθα να δένω τα κορδόνια μου.
Εδώ όμως θυμήθηκα πως δεν θέλω να δένω τα κορδόνια μόνος μου. Δεν θέλω να είμαι αυτός που δεν έχω ανάγκη κανέναν και τίποτα. Δεν θέλω να είμαι αυτός που δεν τον νοιάζει κανείς και αδιαφορεί για ό,τι καίγεται. Δεν θέλω να είμαι σκληρός κι αδιαπέραστος. Έχω ανάγκη να σπάω. Έχω ανάγκη να επιστρέφω στην ανασφάλεια της εξάρτησης από τα πρόσωπα, τις λέξεις και τις επιλογές μου. Έχω ανάγκη να θυμάμαι όσα μαθαίνω αλλά να μην γίνομαι αυτά που παθαίνω.Έχω ανάγκη να μην ξεχνάω το παρελθόν, να μην το αρνούμαι. Έχω ανάγκη να επιστρέψω. Μερικές χιλιάδες μέρες πίσω.

Τρίτη, Απριλίου 22, 2014

Κρακ

Πριν ένα χρόνο ακριβώς σαν σήμερα είχα αποφασίσει πως θα αργούσα πολύ να ξαναγράψω εδώ - αν ξαναέγραφα ποτέ. Τα τελευταία δυο χρόνια έχουν αλλάξει τόσα πολλά στη ζωή μου που εμπόδιζαν την επαφή με τον χοντρούλη που ξεκίνησε αυτό το ιστολόγιο. Ξέρετε πώς είναι: από αύριο θα αρχίσω να γράφω, από μεθαύριο θα ξαραχνιάσω, πόσο μου έλειψε το blog μου κλπ κλπ. Όλα αυτά είναι αλήθεια. Ήθελα αλλά ένιωθα πως δεν ήμουν πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Και πριν ένα χρόνο ακριβώς σαν σήμερα συνέβη κάτι που - σχεδόν- μου απογόρευσε να ξαναγράψω.
Ο Λέννυ σε μια από τις απριλιάτικες βόλτες του βούτηξε σ' ένα συντριβάνι. Μετά από λίγες ημέρες άρχισε να βήχει. Εκεί άρχισε μια κτηνιατρική σκυταλοδρομία μέχρι να βγει το πόρισμα: πνευμονία! Ακολούθησαν τα γνωστά: αντιβίωση, αγωγή, βασιλική περιποίηση. Τα ξέρεις, τα έχεις κάνει. Δυο εβδομάδες μετά, οι πνεύμονες είχαν καθαρίσει. Και φάνηκε ξεκάθαρα ένας όγκος λίγο παραπάνω από 2 κιλά (αυτό το μάθαμε μετά την επέμβαση) που είχε αγκαλιάσει τρυφερά αλλά θανάσιμα σφιχτά, πολλά από τα ζωτικά του όργανα.
Σαν σήμερα. Νωρίς το πρωί μου το είπε η κτηνίατρος. Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε αλλά σ' εκείνο το τηλεφώνημα άκουσα ένα κομμάτι από την καρδιά μου να σπάει. Και το ένιωσα να πέφτει. Και ξέρω πως είναι παράλογο αλλά στιγμές στιγμές το νιώθω ακόμα να κατρακυλά χωρίς σταματημό. Ήταν το 'κρακ' που νιώθεις όταν είσαι μπροστά σ' ένα οριστικό τέλος. Που καμία αισιόδοξη σκέψη δεν μπορεί να σε κοροιδέψει, κανένα "όλα θα πάνε καλά" δεν μπορεί να σε ξεγελάσει. Ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που δεν είπα ψέμματα στον εαυτό μου ενώ συνηθίζω να κάνω το ακριβώς αντίθετο μήπως και γίνει το ελάχιστο βήμα προς στ' οποιοδήποτε φως.
Μετά όλα έγιναν γρήγορα. Ο οργανισμός δεν ανταποκρινόταν στην θεραπεία και το σύστημα φαινόταν πως έκλεινε οριστικά. Το σαββατοκύριακο του Πάσχα δεν έφαγε, ούτε ήπιε μια στάλα νερό και την Δευτέρα του Πάσχα τον φίλησα για τελευταία φορά. Βιαστικά. Σα να τον ξαναβλεπα μετά από μισή ώρα. Όπως τα πρωινά που έφευγε από το σπίτι και δίναμε ραντεβού έξω από το κομμωτήριο για να πάρουμε την γιαγιά.


Πολλές φορές ξεκίνησα να γράφω. Αλλά για κάποιο λόγο μου ερχόταν στο νου εκείνη η βόλτα που είχαμε πάει και όπως περπατούσαμε, ο Λέννυ σταμάτησε. Με κόιταξε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και μετά λιποθύμησε. Και αυτή είναι μια εικόνα που δεν μπορώ εύκολα να ξεπεράσω. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Και νιώθω πως έπρεπε την πρώτη φορά που θα γράψω κάτι εδώ οφείλω να είναι για τον αγαπημένο μου φίλο που έζησα κοντά του 8 υπέροχα χρόνια. Και που κάθε φορά που έγραφα εδώ, ήταν κάπου κοντά μου και μασούσε κάτι ή κοιμόταν απλωμένος σ' ένα στρώμα σα να του ανήκε όλος ο κόσμος.
Και ναι, το ξέρω πως αληθινά τα πράγματα είναι καλύτερα τώρα αλλά όταν χάνεις τον φιλαράκο σου το μόνο τελικά που μετράς είναι η απουσία του και, δυστυχώς, όχι τόσο ο κόσμος που γνωρίσατε μαζί.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 10, 2012

Saved by the pizza

Τώρα αν σου πω ότι τόσους μήνες είχα χάσει τον κωδικό του blog μου, θα με πιστέψεις? Αν σου πω ότι κρυβόταν σ' ενα χαρτάκι, μέσα σ' ένα άλλο χαρτάκι μέσα σ' ένα πολύ παλιό σημειωματάριο που σκονιζόταν πίσω από τρεις φέτες καλοριφέρ και το ξέθαψα πριν λίγο που χρειάστηκε να ψαρέψω ένα κομμάτι πίτσας που μου έπεσε πίσω από το καλοριφέρ (δεν θες να ξέρεις πώς)? Δεν έχει μείνει και πολύ μυαλό. Ούτε σ' εσένα φαντάζομαι, οπότε και με καταλαβαίνεις.
Ξέρεις πόσο πολύ θα ήθελα να σου έλεγα πως με είχαν απαγάγει οι εξωγήινοι κι επέστρεψα έγκυος, με καινούρια ουρά και μια γιγαντιαία κρεατοελιά-πομπό πίσω από την αμυγδαλή αλλά δυστυχώς δεν έγινε αυτό. Ούτε - δυστυχώς - με κλείδωσε ο κύριος Μιράν στο υπόγειο του σαλαματζίδικου να γυαλίζω τις μορταδέλες και να υποσιτίζομαι με παστουρμάδες. Η ζωή, εκτός από σκληρή, είναι και ανόητη πολλές φορές.
Τέλος πάντων, καλά είμαι. Οι γονείς καλά είναι, ο Λέννυ χοντρό έχει παραμείνει, στην αδελφή ακόμα ψάχνουμε ναυτικό να την παντρέψουμε και την γιαγιά την σπουδάσαμε κομμώτρια. Η σπιτονοικοκυρά μου εξακολουθεί να φλερτάρει τον μαύρο καβαλάρη που μας κυβερνά φορώντας νυχτικές με αβυσσαλέα ντεκολτέ. Στη δουλειά, η Τέχνη κοχλάζει και όσο μεγαλύτερη γίνεται κρίση τόσο πληθαίνουν τα οράματα των καλλιτεχνών. Αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό. Γιατί όλοι νομίζουν πως είναι σημαντικότερο να ανεβάσουν στη σκηνή ένα πολιτικό δράμα για το αδιέξοδο που ζούμε από την δική μου καλλιτεχνική ανησυχία που είναι η θεατρική διασκεύη του Star Trek No 2("Khan: a genetically superior tyrant exhiled to a barren planet!). Όπως καταλαβαίνεις, και θα σου εξηγήσω και αναλυτικότερα αργότερα, βαρέθηκα τα αδιέξοδα.
Αυτά τα λίγα για αρχή. Ελπίζω να είσαι καλύτερα απ' ό,τι σε άφησα. Καλημέρα. Σ' αγαπώ.

Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2011

Πώς θα βυθίσω την Έλλη;

Τα δυο χρόνια και κάτι που μένω σ' αυτό το σπίτι, συγκατοικώ με τον χτύπο ενός ρολογιού. Σε στιγμές απόλυτης ησυχίας, τις νύχτες, τα μεσημέρια ακούγεται ένα απαλό τικ- τοκ. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν ένα παλιό ρολόϊ που είχα χάσει αλλά πριν λίγους μήνες αποκαλύφθηκε πως μου το είχε βουτήξει ένας φίλος μου και το αντάλλαξε μ' έναν φορτιστή κινητού. Ρολόγια δεν φοράω. Με τον καιρό πάντως κατάλαβα πως όταν πάψει ν' ακούγεται αυτό το ρολόϊ από το πουθενά, κάτι δυσάρεστο πρόκειται να συμβεί. Το ρολόϊ είχα να το ακούσω από χθες.
Απόψε έπεσα νωρίς για ύπνο. Τις τελευταίες μέρες, τα μαλλιά μου κατσαρώνουν από την υγρασία και δεν κοιμάμαι καλά. Στις 03:00 ακριβώς χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα για να τηγανίσω λίγο χαλλούμι και μερικές φετούλες φλαμαντζέρι. Ανοίγω το ψυγείο, άφαντο το χαλούμι! Άνοιξα συρτάρια, τάπερ, τις παγοθήκες, τίποτα. Αφού το θυμάμαι πολύ καλά: πριν ξαπλώσω έλεγξα το ψυγείο και ήταν εκεί. Σαν τώρα το θυμάμαι: 400 γραμμάρια λαχταριστό τυράκι που είχε ταξιδέψει από τη Λεμεσό και περίμενε με λαχτάρα να γίνει η λαχτάρα ενός λιχούδη ανθρώπου το ξημέρωμα μιας Παρασκεύης. Από τα διαόλια μου παραλίγο να τηγανίσω τ' ακτινίδια. Και ξέρω ποιός κρύβεται πίσω από όλα αυτά: η Έλλη Αλεξίου!
Η Έλλη Αλεξίου (η γνωστή) ζούσε εδώ μέχρι το '88 που πέθανε. Απ' όσο έμαθα από τη σπιτονοικοκυρά κανείς άλλος δεν έχει πεθάνει εδώ αλλά όλοι οι υπόλοιποι ένοικοι μετά τα 2 χρόνια έφευγαν. Και είχε κι ένα ρολόϊ τοίχου στο σαλόνι που ακουγότανε μέχρι τα Παναθήναια. Η σπιτονοικοκυρά μου ήταν φιληνάδα με την αείμνηστη και ήξερε το σπίτι πολύ καλά καθώς γλεντικοπούσανε με τσάϊ, εργολάβους κι αναμνήσεις από τα παλληκάρια του Ε.Α.Μ.
Κάθε φορά που σταματάει το ρολόϊ, χάνω κάτι. Στην αρχή ήταν μια στέκα του μπιλιάρδου. Λίγο αργότερα, ένα σφουγγαρόπανο. Μετά έχασα το best της Λίτσας Γιαγκούση. Πριν λίγο καιρό, το dvd του Showgirls. Απόψε το χαλλούμι. Ως εδώ!
Δεν ξέρω αν τις ώρες που λείπω παίζει μπιλιάρδο και ακούει το "Έκλαψα, πόνεσα", σίγουρα πάντως δεν σφουγγαρίζει. Δεν ξέρω τί θέλει να καταφέρει αλλά καλά θα κάνει να κρατήσει τα μεταπολεμικά χεράκια της μακριά από το ψυγείο και τα λοιπά πράγματα μου γιατί θα πάθει κομμουνιστικό εξορκισμό. Και στο κάτω κάτω, αν θέλει να με διώξει ας χτυπήσει καμιά κατσαρόλα, ας κλείσει δυνατά καμιά πόρτα, ας φέρει μια βόλτα τους καναπέδες - τα γεροφαντάσματα άραγε πάσχουν από αρθριτικά? Αν θέλει να τα πάμε καλά, να πλύνει τις κουρτίνες. Ή να καθήσει στην είσοδο της πολυκατοικίας και να περιμένει να συνοδεύσει την φιληνάδα της στο μακρύ ταξίδι. Κάτι ενυδατικές φορτώνει κι από μέρα σε μέρα είναι έτοιμη να μπαρκάρει.
Έξαλλος είμαι. Ακούω πάλι το εκκρεμές. Έφαγα σκέτο το μπέϊκον. Αρχίζω πόλεμο. Από αύριο. Τώρα πάω για ύπνο.